λιβανοπώλης

λιβανοπώλης
λῐβᾰνο-πώλης, [dialect] Dor. [suff] λῐβᾰνό-ᾱς, ου, ,
A = λιβανωτοπώλης, in gen. pl. -πωλᾶν, SIG1000.15 (Cos, i B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιβανοπώλης — ο (Α λιβανοπώλης, δωρ. τ. λιβανοπώλας) αυτός που πουλά λιβάνι, λιβανάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • λιβανάς — ο (Α λιβανᾱς) [λιβάνι] αυτός που πουλά λιβάνι, λιβανοπώλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”